-
1 πτήσσω
Aπτήξω AP 12.141
codd. (Mel.): [tense] aor. , etc., [dialect] Dor.ἔπταξα Pi.P. 4.57
, [dialect] Ep.πτῆξα Il.14.40
: [tense] aor. 2 ἔπτᾰκον in compd.καταπτακών A.Eu. 252
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualκαταπτήτην Il.8.136
: [tense] pf.ἔπτηχα Isoc.5.58
, ([etym.] κατ-) Lycurg.40, D.4.8; later ἔπτηκα ([etym.] κατ-) Them.Or.24.309b; [dialect] Ep.part. πεπτηώς, ῶτος (v.infr.11.2).I Causal, scare, alarm,πτῆξε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν Il.14.40
;ἐχθροὺς πτῆξαι Thgn.1015
.II intr., crouch or cower for fear, of animals, (anap.);πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 209
; [πῶλος] π. αἰσχύνῃσιν S.Fr.659.9
, cf. Ar.Av. 777; of human beings,ἔπταξαν ἀκίνητοι σιωπᾷ Pi.P.4.57
; ὑπὸ φόβῳ π. E.Ba. 1035 (lyr.);πτῆξαι ταπεινήν Id.Andr. 165
;π. θυμόν S.OC 1466
(lyr.); κακῶς πάσχων π. Pl.Smp. 184b;δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦντα ἐξυβρίσαι καὶ πταίσαντα.. πτῆξαι X.Cyr.3.1.26
; ἐκποδὼν π. Ar.Th.36: with Preps.,π. ἐν μυχοῖς πέτρας E.Cyc. 408
;εἰς ἕνα χῶρον Ar.Lys. 770
; πόλις πρὸς πόλιν π. E.Supp. 269;βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ' ὕπο Id.HF 974
: c. acc. loci, βωμὸν π. Id. Ion 1280.3 c. acc. rei, crouch for fear of.., (anap.);φοβούμενοι πτήσσομεν αὐτούς X.Cyr.3.3.18
;ταῖς διανοίαις μὴ πτήξαντες τὸν τῶν ἐπιόντων φόβον Lycurg.49
;δόρυ Lyc.280
, IG14.1296: abs.,ὁ λέων.. ὁρώμενος.. οὐδέποτε φεύγει οὐδὲ πτήσσει Arist. HA 629b13
.
См. также в других словарях:
πτήσσω — και αιολ. τ. πτάζω Α 1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.) 3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν»,… … Dictionary of Greek